λαπάρην

λαπάρην
λαπάρα
the soft part of the body
fem acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαπαρήν — λαπαρός slack fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TABANUS — Varroni a tabe, quod corpore tabeat, i. e. gracilis sit, Graece μύωψ, a plerisque Scriptoribus, cum asilo, quem ῏οιςρον Graeci appllant, confunditur. Inter quos Plin. l. 11. c. 28. Quibusdam aculeus in ore, ut asilom, sive tabanum dici placet. Et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παρασχίζω — Α 1. σχίζω κατά μήκος, κόβω κοντά σε κάτι, διανοίγω («λίθῳ ὀξέει παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην», Ηρόδ.) 2. (ενεργ. και παθ.) ανοίγω, σχίζω κατά μήκος (α. «πρὸς δὲ τήν θεραπείαν τοῡ παρεσχισμένου σώματος», Διόδ. Σικ. β. «ἱμάτια κατά μήκος… …   Dictionary of Greek

  • τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”